- γλυκοχαιρετίζω
- μετ.1) ласково, любезно здороваться, приветствовать; 2) угодливо, подобострастно здороваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοχαιρετίζω — γλυκοχαιρέτισα, χαιρετώ με τρυφερότητα ή κολακεία: Τον γλυκοχαιρέτισα την ώρα που έμπαινε στο τρένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκοχαιρετώ — ( άω) και γλυκοχαιρετίζω χαιρετώ με τρυφερότητα … Dictionary of Greek
γλυκοχαιρετώ — γλυκοχαιρέτησα, γλυκοχαιρετίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)